- ευπόρθητος
- ο ς, ον которым легко овладеть; плохо защищённый, слабый (о городе, крепости и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευπόρθητος — η, ο (ΑΜ εὐπόρθητος, ον) [πορθώ] αυτός που εκπορθείται εύκολα, που κυριεύεται εύκολα, ο ευάλωτος … Dictionary of Greek
ευκολόπαρτος — η, ο αυτός που μπορεί κάποιος να τόν κυριεύσει εύκολα, ο ευπόρθητος, ο ευάλωτος, ο ευκολοκυρίευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευκολο * + παρτος (< παίρνω), πρβλ. ά παρτος] … Dictionary of Greek